Γράφει ο Δημήτρης Ελέας*
Η κάθε ex nihilo δημιουργία, ας ιδωθεί ως μία κορύφωση της ανθρώπινης ζωής. Μα δεν είναι η φαντασία αυτή που μάς διαφοροποιεί από τα ζώα; Ο νυν σκιτσογράφος της εφημερίδας, Η Καθημερινή, Δημήτρης Χαντζόπουλος, είχε βάψει στο παρελθόν την ελληνική σημαία στα χρώματα της ουκρανικής. Πάλι και τότε κάποιοι προσεβλήθησαν. Τώρα είναι μια άλλη σημαία που ενόχλησε.
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως η ελληνική σημαία είναι η κορυφή του ελληνικού φαντασιακού. Η γαλανόλευκη είναι το κέντρο όλων μας.
Ταυτόχρονα, οι καλλιτέχνες έχουν τους δικούς τους ρυθμούς, έχουν και δικό τους ιδιόρρυθμο τρόπο να αντιλαμβάνονται, να εσωτερικεύουν τον κόσμο, δηλαδή τα ερεθίσματα που παίρνουν από αυτόν. Στην τέχνη, κυρίαρχο στοιχείο δεν είνα η λογική αλλά η φαντασία. Η όποια δημιουργία τους, έργο τέχνης, πρέπει να γίνει απολύτως σεβαστή απ’ όλους. Ή μήπως όχι;
Μία μπανάνα στον τοίχο στερεωμένη με γκρι ταινία είναι δημιουργία. Η Γεωργία Λαλέ (Georgia Lale) δημιούργησε τη σημαία για να θίξει το ζήτημα της αύξησης της ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα. Η έκθεση είχε τον τίτλο “Neighborhood Guilt”. Το σχέδιο της ελληνικής σημαίας από σεντόνια –εισαγόμενα στην Ελλάδα, γιατί πάει και η Πειραϊκή-Πατραϊκή– με ροζ γραμμές, πάλι είναι δημιουργία. Σίγουρα, κάποιοι διαφωνούν με το αισθητικό αποτέλεσμα από σεντόνια που στάλθηκαν στην Αμερική από την Ελλάδα ειδικά για αυτό το έργο, όπως ισχυρίζεται η καλλιτέχνιδα. Η Γεωργία Λαλέ όμως, είναι μία, από τα έντεκα εκατομμύρια. To έργο της γίνεται, μέρα με τη μέρα, «ένα νέο σύμβολο». «[Κ]λονίζει τα κατεστημένα νοήματα και διαρρηγνύει τις προφανείς αλήθειες» το σημαντικό έργο τέχνης θα γράψει ο Κορνήλιος Καστοριάδης.
Τα σύμβολα έχουν ήδη μεγάλο φορτίο φαντασιακών σημασιών. Γιατί όμως δεν αντιδράνε οι άνθρωποι σε ένα δημιούργημα όπως είναι η Μόνα Λίζα; (It was, by the way, for many years the picture inside Napoleon’s bedroom!) Όλοι καταλαβαίνουν τους λόγους. Σε κάθε ανθρώπινο δημιούργημα πάντως, οφείλουμε να δείχνουμε τον ίδιο σεβασμό που δείχνουμε στη Μόνα Λίζα ή στα Γλυπτά του Παρθενώνα. Ναι, θα έλεγε κανείς, πως τον ίδιο σεβασμό με την Μόνα Λίζα αξίζει και η «ροζ σημαία». Μπορεί σε κάποιο βαθμό, «το έργο να είναι άστοχο και να προκαλεί», αλλά και πάλι αξίζει σεβασμού. «Άστοχο» ως προς το χρώμα ας πούμε, όπως ειπώθηκε στη Νέα Υόρκη από μερικούς ομογενείς, διότι παραπέμπει σε άτομα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και, «το χειρότερο», στην τουρκική σημαία. Εσκεμμένη παρανόηση από μερικούς. Ένα έργο τέχνης δεν είναι ποτέ άστοχο!
Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να κοπούν τα φτερά της νέας καλλιτέχνιδας, ίσως να είναι η καινούργια Tracey Emin. Πού ξέρεις; Ίσως, θα μπορούσε, η Γεωργία Λαλέ, να ξαναδιαβάσει την Ιστορία της Τέχνης για να δει τι δεν έχει «ήδη φιλοτεχνηθεί». Παρθενογένεση στην Τέχνη δεν υπάρχει. (Κανείς δεν θα πάει ποτέ πιο μακριά από τον Αισχύλο, επισημαίνει ο Καστοριάδης). Ίσως, να μπορεί να κοιτάξει και στη μεγάλη δεξαμενή νοημάτων που υπάρχει στην Αμερική για το έργο της. Όταν ζεις στη Νέα Υόρκη, δεν είναι και ότι καλύτερο «να κοιτάς πίσω συνέχεια», μα ίσως και πάλι, ο κάθε Έλληνας και η κάθε Ελληνίδα στο εξωτερικό, να είναι «ο αιώνιος Οδυσσέας», που ο σταθερός τόπος που έχεις αφήσει πίσω, να λειτουργεί ως η πυξίδα ώστε να μην χαθείς. Στην Ελλάδα –εκεί που έζησε την παιδική ηλικία– χτυπάει η καρδιά κάθε ομεγενή όσα χρόνια και αν βρίσκεται στο εξωτερικό.
Ποιοι ζήτησαν πρώτα να κατέβει κάτω το έργο τέχνης από τον τοίχο του Προξενείου με ύφος χιλίων καρδιναλίων; Οι ασόβαροι «επιθεωρητές Κλουζό» (ας επιτραπεί η έκφραση) του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Τέτοιας κοπής ήταν/είναι και οι ομογενείς, που δυστυχώς, επιτέθηκαν στο Προξενείο με βενζίνη και έβαλαν φωτιά πριν κάμποσες ημέρες λόγω της έκθεσης. Βαρβαρική ηλιθιότητα. Έτσι δεν είνα;
Και επίσης, δεν πρέπει να κοπούν και τα φτερά του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη, του Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου. Πρέπει επιτέλους οι Έλληνες να πάψουν να μισούν, να πάψουν να ψαλλιδίζουν τα φτερά άλλων συμπατριωτών τους και, να ενθαρρύνουν περισσότερο.
Εν κατακλείδι, η «ροζ σημαία» είναι τέχνη για να απαλύνει τη ζωή. Ίσως να είναι και μία ένδειξη αγάπης και σεβασμού απέναντι στις ελληνίδες μάνες, θείες, γιαγιάδες και αδελφές. Και κάθε ένδειξη αγάπης είναι καλοδεχούμενη. Μα είναι δυνατόν, οι πάνσοφοι ιστορικά Έλληνες, να μην καταλαβαίνουν τη διαφορά μεταξύ της γαλανόλευκης και ενός έργου τέχνης; Μα επιλέγουν, να μην γνωρίζουν, πως κάθε μορφή λογοκρισίας έχει τα αντίθετα αποτελέσματα; O Καστοριάδης που έγραψε τόσα και τόσα για την ανθρώπινη δημιουργία, και γοητευόταν από κάθε έκφανση της τέχνης, θα εξοργιζόταν πολύ με την όλη κατάσταση. Είναι αυτός που είπε «η φαντασία μάς διαφοροποιεί από τα ζώα».
*Ο Δημήτρης Ελέας [Dimitris Eleas] είναι συγγραφέας, ερευνητής και πολιτικός ακτιβιστής που ζει στη Νέα Υόρκη. To e-mail του είναι: dimitris.eleas@gmail.com.